κουρτεσία

κουρτεσία
κουρτεσία, και κουρτεσιά, ἡ (Μ) [κουρτέσης]
1. καλή συμπεριφορά, ευγένεια
2. διασκέδαση
3. φρ. «διὰ κουρτεσ(ι)άν» — για το χατίρι μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”